ἀμεθόδευτος

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμεθόδευτος Medium diacritics: ἀμεθόδευτος Low diacritics: αμεθόδευτος Capitals: ΑΜΕΘΟΔΕΥΤΟΣ
Transliteration A: amethódeutos Transliteration B: amethodeutos Transliteration C: amethodeftos Beta Code: a)meqo/deutos

English (LSJ)

ἀμεθόδευτον,
A not to be cajoled, led astray, κριτής Herm. ap. Stob.1.49.44.
2 unscientific, ἰατρός Alex. Trall.Febr.5.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no puede ser desviado, recto κριτής Corp.Herm.Fr.23.62.
2 no metódico, no científico ἰατρός Alex.Trall.1.371.2, cf. Hsch.α 3566.

German (Pape)

[Seite 120] ohne Plan, Herm. Stob. ecl. phys. 1 p. 976.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμεθόδευτος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μεθοδευθῇ ἢ ἀπατήσῃ, κριτὴς Ἑρμᾶς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 976.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀμεθόδευτος, -ον) μεθοδεύω
νεοελλ.
ο δίχως μέθοδο, ο αμέθοδος
μσν.
ανεπανόρθωτος, αδιόρθωτος, αθεράπευτος
αρχ.
αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον δελεάσει, να τον εξαπατήσει.