ἀμιμητόβιος

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source

German (Pape)

[Seite 125] von unnachahmlichem Lebenswandel, Plut. Ant. 28. 71.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la vie est inimitable.
Étymologie: ἀμίμητος, βίος.

Russian (Dvoretsky)

ἀμῑμητόβιος: ведущий неподражаемый образ жизни, т. е. живущий в необыкновенной роскоши Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμιμητόβιος: -ον, οὗ τὸν βίον οὐδεὶς δύναται να μιμηθῇ, Πλουτ. Ἀντων. 28.

Greek Monolingual

ἀμιμητόβιος, -ον (Α)
αυτός, του οποίου τον βίο δεν μπορεί κανείς να μιμηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμίμητος + βίος.

Greek Monotonic

ἀμῑμητόβιος: -ον, αυτός του οποίου την ζωή δεν μπορεί να μιμηθεί κανείς, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἀμίμητος, βίος
inimitable in one's life, Plut.