ἀμπελοκλαδής
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπελοκλαδής: -ές, ὁ ἔχων κλάδους ἀμπέλου, Πλανουδ. μεταφρ. Ὀβιδ. 14. 449.