ἀνδραγαθῶ

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384

Mantoulidis Etymological

(=φέρομαι σάν γενναῖος ἄνδρας). Ἀπό τό ἀνήρ + ἀγαθός. Μεταγενέστερος τύπος τοῦ ἀνδραγαθίζομαι ἀπό ὅπου καί τά παράγωγα: ἀνδραγαθία, ἀνδραγάθημα, ἀνδραγαθικός.