ἀνδραγαθικός
From LSJ
English (LSJ)
ἀνδραγαθική, ἀνδραγαθικόν, befitting a good man, Hp.Art.78 (Comp.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
propio de un hombre de bien καὶ γὰρ ἀνδραγαθικώτερον τοῦτο καὶ τεχνικώτερον, ὅστις μὴ ἐπιθυμεῖ δημοειδέος κιβδηλίης Hp.Art.78.
German (Pape)
[Seite 216] einem braven Manne zukommend, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρᾰγᾰθικός: -ή, -όν, ἁρμόζων εἰς γενναῖον ἄνδρα, ἀνδρεῖος, Ἱππ. Ἄρθρ. 837.