ἀνδραγαθῶ

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source

Mantoulidis Etymological

(=φέρομαι σάν γενναῖος ἄνδρας). Ἀπό τό ἀνήρ + ἀγαθός. Μεταγενέστερος τύπος τοῦ ἀνδραγαθίζομαι ἀπό ὅπου καί τά παράγωγα: ἀνδραγαθία, ἀνδραγάθημα, ἀνδραγαθικός.