ἀντεπιμέλλω

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντεπιμέλλω Medium diacritics: ἀντεπιμέλλω Low diacritics: αντεπιμέλλω Capitals: ΑΝΤΕΠΙΜΕΛΛΩ
Transliteration A: antepiméllō Transliteration B: antepimellō Transliteration C: antepimello Beta Code: a)ntepime/llw

English (LSJ)

v.l. for ἀντιμέλλω (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεπιμέλλω: ἴδε ἐν λ. ἀντιμέλλω.

Greek Monolingual

ἀντεπιμέλλω (Α)
καιροφυλακτώ εναντίον κάποιου που καιροφυλακτεί εναντίον μου.