ἀνωφέλεια
From LSJ
σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer
English (LSJ)
ἡ, uselessness, D.L.9.78, Aq.Je.4.14; inconvenience, PHaw.56.20 (i A. D.).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Grafía: graf. ἀνωφελία PHaw.56.20 (I d.C.)
inutilidad Aq.Ie.4.14, PHaw.l.c.
German (Pape)
[Seite 269] ἡ, Nutzlosigkeit, Diog. L. 9, 78.
Russian (Dvoretsky)
ἀνωφέλεια: ἡ бесполезность Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνωφέλεια: ἡ, ἔλλειψις ὠφελείας, Διογ. Λ. 9. 78, Ἀκύλ. Π. Δ.
Greek Monolingual
ἀνωφέλεια, η (Α)
έλλειψη ωφέλειας.
Translations
uselessness
Finnish: turhanpäiväisyys; French: inutilité; German: Sinnlosigkeit; Greek: αχρηστία, το ανώφελο, το άκαρπο, μη χρησιμότητα; Ancient Greek: ἀνωφέλεια, ἀχρησιμότης, ἀχρηστία, ἀχρηστίη; Irish: neamhúsáid; Macedonian: бескорисност, бесполезност; Old English: unnytnes; Polish: bezużyteczność; Portuguese: inutilidade; Russian: бесполезность