ἀπίσχνανσις

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184

Greek Monolingual

η
απίσχνανση ή απίσχνανσις (ἀπίσχνανσις) το αδυνάτισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απισχναίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Δ. Πέτρινη].