ἀπαύλια
Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)
English (LSJ)
ων, τά, (αὐλή) sleeping alone, esp. the night before the wedding, when the bridegroom slept alone in the father-in-law's house, Poll.3.39; cf. ἐπαύλια:—EM119.14 is confused.
Spanish (DGE)
ἀπαυλία, -ας, ἡ
• Alolema(s): ἀπαύλια, -ων, τά Hsch.
1 vigilia o noche que pasa solo el novio la víspera de la boda en casa del suegro, Poll.3.39.
2 noche de bodas Hsch., EM 119.16G., cf. ἐπαυλία 1 y ἐπαύλιον II.
German (Pape)
[Seite 282] ίων, τά, das Alleinschlafen, nach Poll. 3, 39 der Tag vor der Hochzeit, wo der Bräutigam in des Schwiegervaters Hause allein schläft; nach E. M. der Tag, von dem an die Braut nicht mehr in des Vaters Hause schläft, s. ἐπαύλια.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαύλια: -ων, τά, (αὐλὴ) τὸ κοιμᾶσθαι μόνον, κυρίως κατὰ τὴν πρὸ τοῦ γάμου νύκτα, ὅτε ὁ νυμφίος ἐκοιμᾶτο μόνος ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ πενθεροῦ, ὡσαύτως καὶ τὰ δῶρα τὰ κατὰ ταύτην τὴν ἡμέραν διδόμενα τῇ νύμφῃ· ἀμφότεραι αἱ σημασίαι ἐν Πολυδ. Γ΄, 39, Ἡσύχ., Ἐτυμολ. Μ. Ἀλλὰ σύγχυσίς τις φαίνεται ὅτι ὑπάρχει ἐν ταῖς προθέσεσι, διότι ἀπαντῶμεν ἀπαύλια καὶ ἐπαύλια συγκεχυμένως.