ἀποπλοκή
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, chemical separation, opp. συμπλοκή, Zos.Alch.p.110 B.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
disolución, separación del matrimonio PRyl.154.31 (I d.C.), alquímica, Zos.Alch.111.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπλοκή: ἡ, τὸ ἀποπλέκεσθαι, ἀντίθετον τῷ συμπλοκή, Βυζ.