ἀσαφήνιστος

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσαφήνιστος Medium diacritics: ἀσαφήνιστος Low diacritics: ασαφήνιστος Capitals: ΑΣΑΦΗΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: asaphḗnistos Transliteration B: asaphēnistos Transliteration C: asafinistos Beta Code: a)safh/nistos

English (LSJ)

ἀσαφήνιστον, not explained, declared, Sch.E.Med. 722 (dub.).

Spanish (DGE)

-ον no aclarado, no explicado Sch.E.Med.722.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσαφήνιστος: -ον, ὁ μὴ σαφηνισθείς, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 722.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀσαφήνιστος, -ον) σαφηνίζω
αυτός που δεν έχει καταστεί σαφής ή δεν έχει διευκρινιστεί.