ἀσκάλιστος

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκάλιστος Medium diacritics: ἀσκάλιστος Low diacritics: ασκάλιστος Capitals: ΑΣΚΑΛΙΣΤΟΣ
Transliteration A: askálistos Transliteration B: askalistos Transliteration C: askalistos Beta Code: a)ska/listos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, = ἀσκάλευτος, Sch.Theoc.10.14.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀσκάλιστος, -ον)
αυτός που δεν έχει σκαλιστεί
νεοελλ.
εκείνος που δεν ερευνήθηκε με προσοχή.