ἀχρηστέω
From LSJ
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος (Πονηρός ἐστ' ἄνθρωπος πᾶς τις † ἀχάριστος) → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
English (LSJ)
to be useless, S.E.M.1.259.
Spanish (DGE)
ser inútil de la gramática, S.E.M.1.54, cf. 259.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχρηστέω: εἶμαι ἄχρηστις, Σέξτ. Ἐμπ.π. Μ. 1. 259: - ὡσαύτως ἀχρηστεύω Α. Β. 793. 35.
Russian (Dvoretsky)
ἀχρηστέω: быть бесполезным, ненужным Sext.