ἁλουργία
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
Ion. ἁλοργίη, ἡ,
A purple-dyeing, GDI5633 (Teos).
2 purple clothing, Philostr. VA4.21.
Spanish (DGE)
-ας ἡ
• Alolema(s): jón. ἁλοργίη GDI 5633 (Teos III/II a.C.).
1 tinte de púrpura, GDI l.c.
2 ropaje purpúreo Philostr.VA 4.21.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλουργία: ἡ, προφυροῦς ἱματισμός, Φιλόστρ. 159· οὕτω καὶ ἁλούργημα, ατος, τὸ, Λιβάν.
Greek Monolingual
ἁλουργία, η (Α) ἁλουργής
1. η βαφή με πορφυρό χρώμα
2. πορφυρό φόρεμα, αλουργίδα.