ἄγρυκτος

From LSJ

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄγρυκτος Medium diacritics: ἄγρυκτος Low diacritics: άγρυκτος Capitals: ΑΓΡΥΚΤΟΣ
Transliteration A: ágryktos Transliteration B: agryktos Transliteration C: agryktos Beta Code: a)/gruktos

English (LSJ)

ἄγρυκτον, (ἀ- priv., γρύζω) not to be spoken of, ἄγρυκτα παθεῖν Pherecr.157. ἀγρυξία, ἡ, dead silence, Pi.Fr.229.

Spanish (DGE)

-ον indecible ἄγρυκτα παθεῖν Pherecr.168.

Greek (Liddell-Scott)

ἄγρυκτος: -ον, (α στερητ., γρῦ) ἄρρητος, περὶ οὗ δὲν δύναταί τις νὰ εἴπῃ οὐδὲ γρῦ, ἄγρυκτα παθεῖν, Φερεκρ. Ἄδηλ. 20· - ἐντεῦθεν ἀγρυξία, ἡ· ἄκρα σιγή. Πινδ. Ἀποσπ. 253.