ἄπαυτος

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπαυτος Medium diacritics: ἄπαυτος Low diacritics: άπαυτος Capitals: ΑΠΑΥΤΟΣ
Transliteration A: ápautos Transliteration B: apautos Transliteration C: apaftos Beta Code: a)/pautos

English (LSJ)

ἄπαυτον, unceasing, Thphr. Metaph.5; cf. ἄπαυστος.

Greek Monolingual

-ή, -ό
(αντων.)
1. (έναρθρα) αντί για κάποιον ή κάτι που λησμονούμε ή αποφεύγουμε να δηλώνουμε κατ' ευφημισμόν ως ακατονόμαστο («φέρε τ' απαυτό να το δούμε»)
2. ο απαυτός
ο πισινός, ο πρωκτός
3. τ' απαυτά
οι όρχεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ.ετυμολ. απατός].

Greek Monolingual

-η, -ο
ἄπαυτος, -ον)
αυτός που δεν απολύθηκε από κάποια υπηρεσία
αρχ.
άπαυστος, συνεχής, αδιάκοπος.