ἄπαυτος
From LSJ
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
English (LSJ)
ἄπαυτον, unceasing, Thphr. Metaph.5; cf. ἄπαυστος.
Greek Monolingual
-ή, -ό
(αντων.)
1. (έναρθρα) αντί για κάποιον ή κάτι που λησμονούμε ή αποφεύγουμε να δηλώνουμε κατ' ευφημισμόν ως ακατονόμαστο («φέρε τ' απαυτό να το δούμε»)
2. ο απαυτός
ο πισινός, ο πρωκτός
3. τ' απαυτά
οι όρχεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ.ετυμολ. απατός].
Greek Monolingual
-η, -ο
(Α ἄπαυτος, -ον)
αυτός που δεν απολύθηκε από κάποια υπηρεσία
αρχ.
άπαυστος, συνεχής, αδιάκοπος.