ἆμος
From LSJ
Full diacritics: ἀμος | Medium diacritics: ἆμος | Low diacritics: άμος | Capitals: ΑΜΟΣ |
Transliteration A: âmos | Transliteration B: amos | Transliteration C: amos | Beta Code: a)mos |
Dor. for ἦμος, as, when, Theoc.4.61, etc.
v. ἦμος.
v. ἦμος.
ἆμος: дор. = ἦμος.
ἆμος: Δωρ. ἀντὶ τοῦ ἦμος, ὡς, ὅτε. Θεόκρ. 4. 61, κτλ.
ἆμος: Δωρ. αντί ἦμος, όταν, σε Θεόκρ.