ἐΰβροχος

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐΰβροχος Medium diacritics: ἐΰβροχος Low diacritics: εΰβροχος Capitals: ΕΫΒΡΟΧΟΣ
Transliteration A: eǘbrochos Transliteration B: eubrochos Transliteration C: eyvrochos Beta Code: e)u/+broxos

English (LSJ)

ἐΰβροχον, well-noosed, well-knit, ἅμμα AP6.179 (Arch.).

Greek Monolingual

ἐΰβροχος, -ον (Α)
(για κυνηγετικό δίχτυ) αυτός που έχει πολλούς και στερεούς βρόχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βρόχος.