ἐγκάθειρκτος
From LSJ
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
English (LSJ)
ἐγκάθειρκτον, shut in, enclosed, Aesop.40.
Spanish (DGE)
-ον encerrado, atrapado λέων Aesop.334.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐγκάθειρκτος, -ον)
φυλακισμένος.