ἐγκυβιστάω

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκῠβιστάω Medium diacritics: ἐγκυβιστάω Low diacritics: εγκυβιστάω Capitals: ΕΓΚΥΒΙΣΤΑΩ
Transliteration A: enkybistáō Transliteration B: enkybistaō Transliteration C: egkyvistao Beta Code: e)gkubista/w

English (LSJ)

plunge headlong into, πράγμασιν Suid. s.v. κύβος.

Spanish (DGE)

1 tirarse de cabeza c. dat. τούτῳ (τῷ φρέατι) Anon.Mirac.Thecl.19.24, θαλάσσῃ Eust.1543.41.
2 precipitarse, lanzarse, meterse de lleno fig., c. dat. μᾶλλον αὐτοῖς (νόμοις) αἱ πονηραὶ φύσεις ἐνεκυβίστησαν Synes.Ep.73 (p.130), βυθῷ θαυμάτων ἐγκυβιστῶν Antip.Bost.Io.Bapt.3, ἐγκυβιστᾶν τοῖς πράγμασιν Sud.s.u. κύβος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκῠβιστάω: κυβιστῶ, πηδῶ κατὰ κεφαλὴν ἐντός τινος, «ἐγκυβιστᾶν τοῖς πράγμασι, τὸ ῥιψοκινδύνως τι πράττειν» Σουΐδ. ἐν λέξει κύβος.

Greek Monolingual

ἐγκυβιστῶ (ἐγκυβιστάω) (Α)
1. κυβιστώ, πέφτω με το κεφάλι
2. ριψοκινδυνεύω.