ἐκθάρσημα

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκθάρσημα Medium diacritics: ἐκθάρσημα Low diacritics: εκθάρσημα Capitals: ΕΚΘΑΡΣΗΜΑ
Transliteration A: ekthársēma Transliteration B: ektharsēma Transliteration C: ektharsima Beta Code: e)kqa/rshma

English (LSJ)

-ατος, τό, ground for confidence, Plu.2.1103a.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
confianza, seguridad τῷ μὲν Ἐπικούρῳ καὶ Μητρόδωρος καὶ Πολύαινος ... ἐ. ... ἦσαν tanto Metrodoro como Polieno eran fuente de confianza para Epicuro Plu.2.1103a.

German (Pape)

[Seite 760] τό, Ermutigung, Plut. Non posse 22.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
élan de confiance, confiance.
Étymologie: ἐκθαρσέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκθάρσημα: ατος τό то, что придает бодрости, опора, поддержка (ἐ. καὶ γῆθος εἶναί τινι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκθάρσημα: τό, λόγος, αἰτία πεποιθήσεως, ὁ λόγος δι’ ὃν ἔχει τις πεποίθησιν, Πλούτ. 2. 1103 Α.

Greek Monolingual

ἐκθάρσημα, το (Α)
αυτό που εμπνέει εμπιστοσύνη.