ἐκκάλυψις

From LSJ

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source

German (Pape)

[Seite 762] ἡ, die Enthüllung, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκάλυψις: -εως, ἡ, ἀποκάλυψις, φανέρωσις, Κλήμ. Ἁλ. 327.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
descubrimiento, revelación συγγνώσεως Clem.Al.Strom.1.2.19, τῆς ἀντεισαγωγῆς Chrys.Pasch.7.4, τῆς Ἡρώδου παιδοφονίας Thdr.Mops.Mt.9.

Greek Monolingual

ἐκκάλυψις, η (Α)
αποκάλυψη, φανέρωση.