ἐκκάλυψις

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source

German (Pape)

[Seite 762] ἡ, die Enthüllung, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκάλυψις: -εως, ἡ, ἀποκάλυψις, φανέρωσις, Κλήμ. Ἁλ. 327.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
descubrimiento, revelación συγγνώσεως Clem.Al.Strom.1.2.19, τῆς ἀντεισαγωγῆς Chrys.Pasch.7.4, τῆς Ἡρώδου παιδοφονίας Thdr.Mops.Mt.9.

Greek Monolingual

ἐκκάλυψις, η (Α)
αποκάλυψη, φανέρωση.