ἐκτρύπημα

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτρῡπημα Medium diacritics: ἐκτρύπημα Low diacritics: εκτρύπημα Capitals: ΕΚΤΡΥΠΗΜΑ
Transliteration A: ektrýpēma Transliteration B: ektrypēma Transliteration C: ektrypima Beta Code: e)ktru/phma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A dust made by boring, Thphr. HP 5.6.3.
II pl., holes made in a wall, Ph.Bel.92.16.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 hueco perforado en el muro, Ph.Mech.92.16.
2 plu. serrín, virutas que saltan al cortar o partirse un árbol, Thphr.HP 5.6.3.

German (Pape)

[Seite 783] τό, das Ausgebohrte, Bohrspäne, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτρύπημα: τό, τὰ ἐκτρυπήματα, τὰ ἐξερχόμενα ἐκ τοῦ ξύλου κατὰ τὴν διάτρησιν αὐτοῦ διὰ τοῦ τρυπάνου, κοινῶς: «τρυπανίδια», Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 6, 3. 2) ἡ διὰ τρυπάνου γινομένη τρῦπα, Φίλων Βελοπ. σ. 92, 16.

Greek Monolingual

ἐκτρύπημα, το (Α)
1. σκόνη που δημιουργείται από το τρύπημα του ξύλου με τρυπάνι, τα τρυπανίδια
2. τρύπα που γίνεται με τρυπάνι.