ἐμπειράζω
From LSJ
Κύριος εἶπεν πρὸς μέ Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε → the Lord said to me, My son you are; today I have begotten you
English (LSJ)
to make an attempt on, c. gen. rei, v.l. for ἀποπειράζω, Plb. 15.35.5.
German (Pape)
[Seite 811] einen Versuch machen, erproben, τινός, ἐνεπείρασε Pol. 15, 35, 5.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπειράζω: пытаться овладеть (τῶν τῆς Λιβύης Polyb. - v.l. πειράζω).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπειράζω: δοκιμάζω τι, μετὰ γεν. πράγμ., Πολύβ. 15. 35, 5.