ἐνάρμοστος
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
ἐνάρμοστον, harmonious, συμφωνίας LXX 4 Ma.14.3; concordant, πρὸς ἄλλα Iamb. Myst.3.18.
Spanish (DGE)
-ον
1 armonioso συμφωνία LXX 4Ma.14.3 (var.).
2 concordante c. giro prep. (ταῦτα) πρὸς ἄλλα ἐνάρμοστα Iambl.Myst.3.18 (var.).
German (Pape)
[Seite 830] angepaßt, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνάρμοστος: -ον, (ἐναρμόζω) ἁρμόζων, ἀμφίβολον ἐν Ἰωσήπ. Μακκ. 14. 3.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐνάρμοστος, -ον)
αυτός που συμφωνεί, που προσαρμόζεται σε κάτι
αρχ.
αρμονικός, εύρυθμος («ἐναρμόστου συμφωνίας», ΠΔ Μακκ.).
Translations
harmonious
Armenian: ներդաշնակ; Catalan: harmònic; Dutch: harmonieus; Esperanto: harmonia, akorda; Finnish: harmoninen, sopusointuinen, sointuva; French: harmonieux; German: harmonisch, übereinstimmend, sich in Übereinstimmung befindend, im Einklang befindlich; Greek: αρμονικός; Ancient Greek: ἁρμόνιος, ἐμμελής, ἐναρμόνιος, ἐνάρμοστος, εὐμελής, ξύμφωνος, ξύναυλος, προσῳδός, σύμφωνος, σύναυλος; Indonesian: harmonis; Latin: concors; Malay: harmoni; Manx: cordailagh; Maori: reretahi, reretau, aumārire; Romanian: armonic; Russian: гармоничный; Uyghur: ئۆم