ἐναγκάλισμα

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναγκᾰλισμα Medium diacritics: ἐναγκάλισμα Low diacritics: εναγκάλισμα Capitals: ΕΝΑΓΚΑΛΙΣΜΑ
Transliteration A: enankálisma Transliteration B: enankalisma Transliteration C: enagkalisma Beta Code: e)nagka/lisma

English (LSJ)

-ατος, τό, that which embraces, ὠκεανὸς κόσμου ἐ. Secund.Sent.2.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 abrazo, lazo afectivo ἀφ' ὧν συντρέφονται ἐναγκαλισμάτων φιλάδελφοι ψυχαί a partir de los cuales lazos se desarrollan las almas fraternas LXX 4Ma.13.21.
2 abrazo, circuición ὠκεανὸς κόσμου ἐ. Secund.Sent.2.

German (Pape)

[Seite 824] τό, das Umarmte, die Geliebte, Lycophr. 308, v.l.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναγκάλισμα: τό, ὅ,τι τις ἐναγκαλίζεται, ὦ σκύμνε, τερπνὸν ἐναγκάλισμα συγγόνων, «ὦ σκύμνε καὶ ὦ Τρωΐλε (μεταφορικῶς) ὦ ἀγκάλισμα καὶ ὦ περιπλοκὴ καὶ παρηγόρημα τερπνὸν... τῶν ἀδελφῶν» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 308.

Greek Monolingual

το (Α ἐναγκάλισμα)
περίπτυξη, αγκάλιασμα
αρχ.
οτιδήποτε περιβάλλει κανείς με στοργή, αγαπητό, προσφιλές.