ἐξανθρακόω

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξανθρᾰκόω Medium diacritics: ἐξανθρακόω Low diacritics: εξανθρακόω Capitals: ΕΞΑΝΘΡΑΚΟΩ
Transliteration A: exanthrakóō Transliteration B: exanthrakoō Transliteration C: eksanthrakoo Beta Code: e)canqrako/w

English (LSJ)

burn to ashes, Ion Trag.28.

Spanish (DGE)

(ἐξανθρᾰκόω)
convertir en carbón, carbonizar ἐξανθρακώσας πυθμέν' εὔκηλον δρυός convirtiendo en carbón la raíz de una encina fácilmente combustible Io Trag.28, en v. pas. λίθοι ... οὓς ἐπειδὰν διαθερμάνῃ ὁ ἥλιος ἐξανθρακοῦνται Par.Pal.8.

German (Pape)

[Seite 869] ganz zu Kohlen brennen, Ion frg. bei E. M. 392, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανθρᾰκόω: μέλλ. -ώσω, καίω τι ἕως οὗ μεταβληθῇ εἰς ἄνθρακα, Ἐτυμ. Μ. 392. 11.

Greek Monolingual

(Α ἐξανθρακῶ, ἐξανθρακόω)
καίγοντας κάτι το μεταβάλλω σε άνθρακα, σε κάρβουνο, απανθρακώνω
νεοελλ.
χημ. αφαιρώ τον άνθρακα που περιέχεται σε μια ουσία.