ἐπάρμενος
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
v. ἐπαραρίσκω.
French (Bailly abrégé)
v. *ἐπαραρίσκω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπάρμενος: ἴδε τὸ ῥῆμα ἐπαραρίσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπάρμενος: sync. part. aor. med. к *ἐπαραρίσκω.