ἐπίκοιλος
From LSJ
θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
English (LSJ)
ἐπίκοιλον, porous, spongy, ὀστέον Hp.VC1 (Comp.); ἕλκη cj. for ποικίλα in Sor.1.122.
German (Pape)
[Seite 951] obenauf hohl, ausgehöhlt, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίκοιλος: -ον, πορώδης, σπογγώδης, ὀστέον Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 896.
Greek Monolingual
ἐπίκοιλος, -ον (Α) κοίλος
αυτός που έχει κοιλότητες ή πόρους, ο πορώδης.