ἐπίχωμα
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
German (Pape)
[Seite 1005] τό, das darauf Aufgeschüttete, Wall, Damm.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίχωμα: τό, ἐπισώρευσις χώματος, μεταγεν. ἐπιχωματισμός, ὁ, ὡς καὶ νῦν καὶ ῥῆμα ἐπιχωματίζω, μεταγ.
Greek Monolingual
το (AM ἐπίχωμα) επιχώννυμι
επισώρευση χώματος και άλλων υλικών σε κάποια θέση για ανύψωση της επιφάνειας του εδάφους ή για την πλήρωση κοιλωμάτων, τάφρων κ.λπ.
νεοελλ.
όγκος χώματος μπροστά στο χαράκωμα για προστασία από τις βολές του πεζικού.