ἐπικεκρυμμένως
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
Adv., (ἐπικρύπτω) mystcriously, Plot.3.9.1, Porph. Plot.15.
German (Pape)
[Seite 947] im Verborgenen, heimlich, Sp.
Greek Monolingual
ἐπικεκρυμμένως (Α)
επίρρ.
1. κρυφά, μυστικά, μυσταγωγικά
2. συγκεκαλυμμένα, υπαινικτικά.