ἐπιστητέον
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
one must know, Sch.D.T.p.316H., An.Ox.3.207.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστητέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐπίσταμαι, δεῖ ἐπίστασθαι, Ἀνέκδ. Κραμήρου τ. 3. σ. 207. 14, κτλ.