ἐρυθρόξανθος
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ἐρυθρόξανθον, reddish-yellow, Aët.12.13.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐρυθρόξανθος, -ον)
ερυθρός και ξανθός, ξανθοκόκκινος.