ἐταστής
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
ἐταστοῦ, ὁ, = ἐξεταστής, CIG (add.)3641b42 (Lampsacus), Suid. s.v. δοκιμαστῆρες.
German (Pape)
[Seite 1047] ὁ, der Prüfer, Suid.
Greek Monolingual
ἐταστής, ὁ (ΑΜ) ετάζω
εξεταστής, κριτής
μσν.
εκτελεστής.