ἑκατοντακάρανος
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
Doric as ἑκατοντακάρηνος.
English (Slater)
ἑκᾰτοντᾰκᾰρᾱνος hundred-headed Τυφὼς ἑκατοντακάρανος (οὐκ ἀριθμητικῶς ἀλλ' ἀντὶ τοῦ πολυκέφαλος Σ.) (P. 1.16) [codd. contra metr.: ἑκατόγκρανος Er. Schmid (P. 8.16) ]
Spanish (DGE)
(ἑκᾰτοντᾰκάρᾱνος) -ον
• Prosodia: [-κᾰ-]
de cien cabezas Τυφώς Pi.P.1.16.
Russian (Dvoretsky)
ἑκατοντακάρᾱνος: (κᾰ) Pind. = ἑκατογκέφαλος.
German (Pape)
dor. = ἑκατοντακάρηνος.