ἔξαρμος

From LSJ

Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut

Menander, Monostichoi, 399
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔξαρμος Medium diacritics: ἔξαρμος Low diacritics: έξαρμος Capitals: ΕΞΑΡΜΟΣ
Transliteration A: éxarmos Transliteration B: exarmos Transliteration C: eksarmos Beta Code: e)/carmos

English (LSJ)

ἔξαρμον, with dislocated limbs, v.l. in Lyd.Mag.3.57.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξαρμος: -ον, ἔχων τὰ μέλη ἐξηρθρωμένα, Ἰωάνν. Λυδ. 251. 3.

Greek Monolingual

ἔξαρμος, -ον (Α) αρμός
αυτός που έχει εξαρμοσμένα τα μέλη, ο εξαρθρωμένος.