ἡδύδειπνος

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδύδειπνος Medium diacritics: ἡδύδειπνος Low diacritics: ηδύδειπνος Capitals: ΗΔΥΔΕΙΠΝΟΣ
Transliteration A: hēdýdeipnos Transliteration B: hēdydeipnos Transliteration C: idydeipnos Beta Code: h(du/deipnos

English (LSJ)

ἡδύδειπνον, dainty-supping, name of a parasite, Alciphr.3.68 tit.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδύδειπνος: -ον, δειπνῶν· ἡδονικῶς, πολυδαπάνως, Bon-souper, ὄνομα παρασίτου, Ἀλκίφρ. 3. 68.

Greek Monolingual

ἡδύδειπνος, -ον (Α)
(ονομασία ενός παρασίτου) αυτός που τρώει με γλυκό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + δείπνον].