ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
[Seite 1168] halb-, stutzschwänzig, Sp.
ἡμίκερκος: -ον, ἔχων ἡμίσειαν οὐράν, κολοβός, ὡς τὸ κόλουρος, Νικήτ. Χρ. 2, 10.
ἡμίκερκος, ον (AM)
αυτός που έχει μισή ουρά, ο κολοβός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κέρκος, η, «ουρά ζώου»].