ἡμικοτύλη
From LSJ
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
English (LSJ)
[ῠ], ἡ, half-κοτύλη, POxy.1142.2 (iii A.D.), v.l. in Hp.Nat.Mul.107, Hero Spir.2.30.
German (Pape)
[Seite 1168] ἡ, eine halbe κοτύλη, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμικοτύλη: ῠ, ἡ, ἡμίσεια κοτύλη, Ἱππ. 586. 8.
Greek Monolingual
ἡμικοτύλη, ἡ (Α)
μισή κοτύλη, μέτρο χωρητικότητας υγρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κοτύλη.