ἡνιοχία

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

German (Pape)

[Seite 1172] ἡ, f. L, für ἡνιοχεία, Plat. Theag. 123 d.