ἰσόπετρος

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόπετρος Medium diacritics: ἰσόπετρος Low diacritics: ισόπετρος Capitals: ΙΣΟΠΕΤΡΟΣ
Transliteration A: isópetros Transliteration B: isopetros Transliteration C: isopetros Beta Code: i)so/petros

English (LSJ)

ἰσόπετρον, Glossaria on ἀντίπετρος, Sch.S.OC192.

German (Pape)

[Seite 1265] felsengleich, steinhart, Erkl. von ἀντίπετρος, Schol. Soph. O. C. 188.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόπετρος: -ον, ὅμοιος πέτρᾳ, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 192.

Greek Monolingual

ἰσόπετρος, -ον (ΑΜ)
μσν.
(για τον άγιο Ιωάννη) ίσος, ισάξιος με τον απόστολο Πέτρο
αρχ.
ὅμοιος με πέτρα, βραχώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἰσόπετρος< ἰσ(ο)- + πέτρα, ενὼ το μσν. ἰσόπετρος < ἰσ(ο)- + Πέτρος].