ἰχθυβολέω
From LSJ
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
English (LSJ)
strike, harpoon fish, AP7.381 (Etrusc.), 635 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 1275] Fische werfen od. stechen, d. i. fangen, Bian. 2 u. Antiphil. 42 (IX, 227. VII, 635).
French (Bailly abrégé)
ἰχθυβολῶ :
pêcher au harpon.
Étymologie: ἰχθυβόλος.
Russian (Dvoretsky)
ἰχθυβολέω: ловить рыбу острогой Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχθυβολέω: βάλλω, κτυπῶ ἰχθύν, κοινῶς «καμακώνω», Ἀνθ. Π. 7. 381, 637.
Greek Monotonic
ἰχθυβολέω: μέλ. -ήσω, αλιεύω, ψαρεύω, «καμακώνω» ψάρια, σε Ανθ.