ἱάρωμα

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱάρωμα Medium diacritics: ἱάρωμα Low diacritics: ιάρωμα Capitals: ΙΑΡΩΜΑ
Transliteration A: hiárōma Transliteration B: hiarōma Transliteration C: iaroma Beta Code: i(a/rwma

English (LSJ)

κοσμάριον παιδικόν, Hsch.

Greek Monolingual

ἱέρωμα και ἱάρωμα, τὸ (Α) ιερώ
1. ανάθημα, προσφορά, πράγμα αφιερωμένο στον θεό
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἱέρωμα, τὸν κόννον Λάκωνες, ὅν τινες μαλλὸν ἢ σκόλλυν».