ἱεροθέτης
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
German (Pape)
[Seite 1241] ὁ, Anordner des Gottesdienstes, Dion. Areop.
Greek Monolingual
ἱεροθέτης, ὁ (Μ)
αυτός που όριζε τις ιερές τελετές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -θέτης (< τίθημι), πρβλ. δικαιοθέτης, παλαιοθέτης.