Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Ἰλιὰς

From LSJ

Μέγ' ἐστὶ κέρδος, εἰ διδάσκεσθαι μάθῃς → Doceri si didiceris, est magnum lucrum → Es ist ein großer Vorteil, wenn du lernen lernst

Menander, Monostichoi, 359

Greek (Liddell-Scott)

Ἰλιὰς: ῑλ, άδος, ἡ, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ Ἰλιακός, Ἡρόδ. 5. 94, καὶ Τραγ.: ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. 1) (ἐξυπακουομ. τοῦ γῆ), ἡ Τρωϊκὴ γῆ, ἡ Τρωὰς. Ἡρόδ. 5. 122. 2) (ἐξυπακουομ. τοῦ γυνή), ἡ ἐκ Τροίας γυνή, Τρῳάς, Εὐρ. Ἑλ. 1114, Τρῳ. 245, κτλ. 3) (ἐξυπακ. τοῦ ποίησις), ἡ Ἰλιὰς τοῦ Ὁμήρου, Ἀριστ. Ποιητ. 4, 12, κ. ἀλλ.· παροιμ., Ἰλιὰς κακῶν, δηλ. ἀτελεύτητος σειρὰ κακῶν, δυστυχημάτων, Δημ. 387. 12, Διοδ. Ἀποσπ. Βιβλλ. 36. ΙΙΙ. εἶδος κίχλης (πτηνοῦ)· ἴσως turdus Iliacus, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 20· ἀλλ’ ἐν Ἀθην. 65Α, Εὐστ. 947. 8. φέρεται: ἰλλάς.