ὀγκότατος

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source

Russian (Dvoretsky)

ὀγκότατος: [superl. к ὄγκος II] крайне напряженный, весьма сильный (τάσις Anth.).