ὀζεία

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261

German (Pape)

[Seite 295] ἡ, erkl. Hesych. θεραπεία, verwandt mit ἄοζος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀζεία: ἡ, = θεραπεία, Ἡσύχ. (Πιθ. συγγενὲς τῷ ἄοζος, ἀοζέω).

Greek Monolingual

ὀζεία (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «θεραπεία».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄζος (II) «κλάδος, βλαστός, γόνος, σύντροφος, θεράπων»].